- ζυμάση
- ηένζυμο της ζυθοζύμης, που αποσυνθέτει τη γλυκόζη σε αλκοόλη και διοξείδιο του άνθρακα κατά την αλκοολική ζύμωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζυμάση — η ένζυμο που εκκρίνεται από τους ζυγομύκητες και μπορεί να προκαλέσει ζύμωση τών σακχάρων ακόμη και χωρίς την παρουσία τών ζυμομυκήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zymase < zym (πρβλ. ζύμη) + ase (πρβλ. αση)] … Dictionary of Greek